Ιστορία
Επιτύμβια
Ανάγλυφα, Οι Σφίγγες, Ο Θαλαμωτός Τάφος των Σπάτων, Η Στήλη του Λυσέα, Η
Παλ/νική
Βασιλική στο Σκμύθι, Επιτύμβια Στήλη "Βασιλέως Παύλου", Επιτύμβιες
Στήλες
Βελανιδέζας
Επιτύμβια Ανάγλυφα
Τα
επιτύμβια ανάγλυφα στην Αττική, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά την
αρχαϊκή
εποχή, που φθάνει στα τέλη της, σε επιτύμβιες στήλες, στις οποίες, οι νεκροί
μπορούν
να απεικονίζονται και μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο νεκρό ή ζωντανό.
Για
να φτάσουμε όμως, σ' αυτού του είδους τις αποδόσεις, μεταβλήθηκαν οι
κοινωνικοπολιτικές
συνθήκες. Έτσι, ο παλαιός βασιλικός θεσμός, εκφυλίστηκε και στην
κονίστρα
της πολιτικής ζωής της κοινότητας αναφάνηκαν νέες δυνάμεις.
Τα
νέα αυτά κοινωνικά στρώματα (αρχικά ικανοί πολεμιστές, που είχαν και την
οικονομική
δυνατότητα
και έπειτα χειρώνακτες, που πλούτισαν, όπως: έμποροι, κεραμείς), τόνιζαν την
υπεροχή
τους αναθέτοντας στα ιερά ή στήνοντας στους τάφους ως «σήματα»,
πολυδάπανες
μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, φυσικού και υπερφυσικού μεγέθους
μαρμάρινα
αγάλματα.
Αλλωστε,
όπως αποδεικνύεται ο θάνατος ήταν μια έξοχη ευκαιρία επίδειξης ενώ η κηδεία
ένα
λαμπρότατο θέαμα και ταυτόχρονα μια απόδειξη ευημερίας και κοινωνικού γοήτρου.
Στις
αρχές του 5ου αιώνα π.Χ, συντελείται η πιο σπουδαία κοινωνικοπολιτική μεταβολή
στην
Αττική. Εκδιώκονται οι Πεισιστράτιδες και εγκαθιδρύεται η Δημοκρατία.
Ένας
δημοκρατικός νόμος των αρχών του αιώνα, απαγόρευσε τις πολυτελείς ταφές και
επομένως
την ανάθεση- τοποθέτηση επιτύμβιων στηλών, όπως συνήθιζε να κάνει η «παλαιά άρχουσα τάξη», προκειμένου να τονίσει
την υπεροχή της.
Αντίθετα,
όμως, η παράδοση των επιτύμβιων στηλών κατά την διάρκεια 5ου π.Χ αιώνα,
συντηρείται
σε άλλες περιοχές:
Αιτωλοακαρνανία,
Θεσσαλία, Θράκη, Ιωνία, Δωδεκάνησα. Αυτές, πλατύτερου τύπου
στήλες,
σε σχέση με τις στενόμακρες αττικές της αρχαϊκής εποχής, χωρούν περισσότερες
μορφές
και ιδιαίτερα καθιστές.
Αυτού
του τύπου στήλες, θα αποτελέσουν το πρότυπο, για τις στήλες, που θα αρχίσουν να
παράγονται
ξαφνικά μετά το β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ στην Αττική, γεγονός που
αναμφίβολα
ανακούφισε τους πολυάριθμους τεχνίτες, που δεν έβρισκαν πια καθόλου
απασχόληση
στα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα και των άλλων αττικών ναών.
Ο
νεκρός τώρα απεικονίζεται καθιστός ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα, τα οποία
αποχαιρετά
δια χειραψίας(ή μήπως πρόκειται για την χειραψία της μελλοντικής τους
συνάντησης
στον κάτω κόσμο;).
Εκείνο,
που διαφοροποιεί, τους νεκρούς από τους ζωντανούς, πράγμα όχι εύκολο να
διακριθεί,
είναι το ότι ο νεκρός παριστάνεται συνήθως καθιστός και ότι το βλέμμα του
Ιστορία
χάνεται
κάπου μακριά, χωρίς να μπορεί να συναντήσει το βλέμμα των προσφιλών του
προσώπων.
Κατά
μία άποψη, αυτές οι επιτύμβιες στήλες, με τις χαρακτηριστικές σκηνές «δεξίωσης»
και
επομένως αποχαιρετισμού, κατέληξαν να μεταδίδουν ένα γενικό μήνυμα αναχώρησης ή
απώλειας
της οικογενειακής ενότητας, χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίζεται η ταυτότητα
των
ατόμων στο ανάγλυφο (οι μορφές δηλαδή δεν αποτελούν εικοναστικά «προτραίτα»
συγκεκριμένων
ανθρώπων).
Ένα
επιτύμβιο επίγραμμα προσδιορίζει καμιά φορά τους νεκρούς ή τον χαρακτήρα της
σκηνής.
Αυτός
ο τύπος του επιτύμβιου ακολουθώντας τις κατακτήσεις της εποχής του σχετικά με
την
απόδοση της μορφής και του χώρου, που την πλαισιώνει, θα εξακολουθήσει στην
Αττική,
μέχρι, που ένας νόμος του Δημητρίου του Φαλήρεως (317 π.Χ) θα απαγορεύσει και
πάλι
τις πολυτελείς ταφές στην Αττική, πράγμα που θα σημάνει και το οριστικό τέλος
των
Αττικών
επιτύμβιων στηλών.
Οι Σφίγγες
α) Η
Σφίγγα του Ε.Α.Μ χρονολογείται γύρω στο 570 π.Χ. Έχει πόλο (στέμμα) στο κεφάλι
και
περιδέραιο.
Ήταν στημένη σαν επίστεψη πάνω σε μια επιτύμβια στήλη που δυστυχώς δεν
σώζεται.
β) Η
Σφίγγα της Κοπεγχάγης βρέθηκε και αυτή στα Σπάτα και αποτελούσε ομοίως
επίστεψη
σε επιτύμβια στήλη που δυστυχώς δε σώζεται. Αυτή δε φορά πόλο και έχει φορά
προς
τα δεξιά όπως και η προηγούμενη αλλά πιο σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά.
Χρονολογείται
γύρω στο 575π.Χ.
Ο
Θαλαμωτός Τάφος των Σπάτων
Νοτιοδυτικά
της οδού Μυκυναϊκών Τάφων, στο πρανές του λοφίσκου, που
αναπτύσσεται,
σώζονται ερείπια ενός Μυκηναϊκού τάφου του 13ουαιώνα. Η Μυκηναϊκή
περίοδος
(ονομασμένη έτσι από τα ανυπέρβλητα ευρήματα των ταφών των Μυκηνών)
αποτελεί
το κορύφωμα και ταυτόχρονα το τέλος της εποχής του Χαλκού (2800/2700-1100).
Ιστορία
Η
νέα εποχή του μετάλλου δεν ήταν απλά μια τεχνολογική αλλαγή (ο χαλκός ήταν ήδη
γνωστός
από την νεολιθική περίοδο), απλή αντικατάσταση της βασικής πρώτης ύλης για
την
κατασκευή εργαλείων και όπλων, αλλά κυρίως, μια ριζική μεταβολή της πορείας των
ανθρωπίνων
ομάδων και συνόλων. Στη θέση, δηλαδή, της νεολιθικής ή χαλκολιθικής
κλειστής
οικονομία και της πρωτογενούς παραγωγής σε μικρά, θα συναντήσουμε τώρα την
αναπτυγμένη
παραγωγή των αρδευόμενων πεδιάδων, το ανταλλακτικό εμπόριο και την
επέκταση
του σε μακρινές περιοχές, την μεταλλουργία και παράλληλα δυναστείες και
ανάκτορα,
ναούς και ιερατεία. Τέλος σαφή διαχωρισμό των τάξεων και τέχνη με χαρακτήρα
μνημειακό
(τέχνη μεγάλων διαστάσεων ) που θα εκφράσει τη νέα ιδεολογία. Στον
Ηπειρωτικό
Ελλαδικό χώρο αυτές οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που αναφέρθηκαν, θα
εντοπιστούν,
κυρίως, κατά την Μυκηναϊκή εποχή, που θα κατακτηθεί το επίπεδο του υψηλού πολιτισμού με την αστική-
ανακτοροργάνωση, την λαμπρή τέχνη και στο τέλος την γραφή.
Η
Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή περίοδος διαιρείται σε τρεις (3) υποπεριόδους; την
Υστεροελλαδική
Ι, την Υστεροελλαδική II και την Υστεροελλαδική III. Η Υστεροελλαδική III
και
κυρίως ο 130ς αιώνας, θα μας απασχολήσει όμως εν προκειμένω.
Η Στήλη του Λυσέα
Σύμφωνα
με την επιγραφή, τη χαραγμένη στη βάση, στήθηκε στον τάφο του Λυσέα από τον
πατέρα
του Σίμωνα. Ο Λυσέας κρατάει το ιερό αγγείο του Διονύσου, τον κάνθαρο, στο δεξί
του
χέρι ενώ στο αριστερό ένα κλωνάρι, πιθανότατα Μυρτιάς, του φυτού των τάφων.
Κάτω
υπάρχει
μικρή ζώνη με ιππέα σε καλπασμό. Βρέθηκε το 1839 κοντά στην στήλη του
Αριστίωνα
και χρονολογείται επίσης το 500π.Χ. Η παραπάνω παράσταση ήταν «γραπτή»
(ζωγραφιστή)
με βάθος, πιθανότατα γαλάζιου χρώματος.
Η Παλ/νική Βασιλική στο Σκμύθι Ν.
του Ι.Ν. Αγ. Βασιλείου
Σε
δημοσίευμα του αρχαιολογικού δελτίου (Α. Δ 1964, Τόμος Β'), η έκθεση της 1ης
Εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων
Αττικής, αναφέρεται σε ερείπια, μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής (4ος/5ος αιώνας), που
ανακαλύφθηκαν στην θέση Σκύμθι του Δήμου Σπάτων.
Σύμφωνα
με το δημοσίευμα, κάτοικοι της περιοχής, επιχείρησαν ανασκαφή, παρακινημένοι
από
μερικά μαρμάρινα μέλη τα οποία εξείχαν από το έδαφος.
Με
την επέμβαση της αρμόδιας εφορείας διακόπηκε η λαθρανασκαφή και ζητήθηκε η
έγκριση
της αρχαιολογικής υπηρεσίας για κανονική ανασκαφή, η οποία και διενεργήθηκε το1964.
Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκε μεγάλο μέρος της ευρείας αψίδας της βασιλικήςκαι
ανευρέθηκε μεγάλος αριθμός κιόνων, γεγονός που αποδεικνύει ότι επρόκειτο για
μια πολύκλιτη- μεγάλων διαστάσεων-
βασιλική του ελληνιστικού τύπου. Οι μεγάλες διαστάσεις του μνημείου φανερώνουν- πράγμα, που είναι και το πιο σημαντικό-
μια ευάριθμη, ακμαία και
οικονομικά ισχυρή χριστιανική κοινότητα στην περιοχή.
Επιτύμβια Στήλη "Βασιλέως
Παύλου"
Στην
Αττική η παραγωγή επιτύμβιων στηλών σταματά για άγνωστο λόγο στις αρχές του 5
π.Χ
αιώνα για να αρχίσει ξανά πάλι στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα.
Αυτές
οι καινούργιες στήλες, πλατύτερες σε σχέση με τις στενόμακρες αρχαϊκές χωρούν
περισσότερες
μορφές και μάλιστα καθιστές. Σε αυτό το στάδιο εξέλιξης ανήκει και ηΙστορία
επιτύμβια
στήλη της «Βασιλέως Παύλου», που βρίσκεται εντοιχισμένο σε κτίσμα απέναντι
από
τον Μητροπολιτικό ναό των Σπάτων.
Η
παράσταση είναι η συνηθισμένη για τα επιτύμβια αυτής της περιόδου. Περιλαμβάνει
τέσσερις
(4) μορφές-τρεις (3) γυναικείες και μια (1) ανδρική. Στο πρώτο επίπεδο έχουμε
από
αριστερά ένα γενειοφόρο άνδρα να τείνει το δεξί του χέρι προς μια καθιστή
γυναικεία
μορφή
που βρίσκεται στα δεξιά της παράστασης.
Στο
δεύτερο επίπεδο-στο βάθος της σκηνής- παριστάνονται δύο ακόμα γυναικείες
μορφές:
η
πρώτη στο μέσο ακριβώς της παράστασης και η δεύτερη πίσω από την καθιστή. Πέρα
από
την
ταύτιση της καθιστής μορφής με την νεκρή, στην οποία είναι αφιερωμένη η στήλη,
το
θέμα
δεν ερμηνεύεται εύκολα. Ο άνδρας, που αποχαιρετά με «δεξίωση» την νεκρή, ίσως
είναι
ο σύζυγος της ή ο αδελφός της. Αλλωστε η γενειάδα υποδηλώνει ώριμης ηλικίας
άτομο.
Οι
δύο γυναικείες μορφές ίσως παριστάνουν τις κόρες της νεκρής ή τις αδελφές της.
Η
στήλη με βάση κάποια τεχνοτροπικά στοιχεία- όχι ιδιαίτερα έξεργο ανάγλυφο,
περιορισμένη
απόδοση του χώρου, Παρθενώνειες απηχήσεις, όπως η μικροκεφαλία, η
εξιδανίκευση,
η ήρεμη πτυχολογία και η έκφραση των συναισθημάτων χρονολογείται στη
δεκαετία
του 430-420 π.Χ, ίσως αφιερωμένη σε μια ακόμα νεκρή- θύμα του λοιμού, που
ενέσκηψε
στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Επιτύμβιες
Στήλες Βελανιδέζας
Προς
το τέλος της αρχαϊκής εποχής τα επιτύμβια ανάγλυφα της Αττικής φθάνουν σε
στήλες,
στις οποίες οι νεκροί παριστάνονται σε κάποια χαρακτηριστική τους- εν ζωή-
στάση
ή ιδιότητα. Αυτό το στάδιο εξέλιξης στα Σπάτα αντιπροσωπεύεται με δύο
επιτύμβιες
στήλες,
που βρέθηκαν στο αρχαϊκό νεκροταφείο της Βελανιδέζας το 1839 και εκθέτονται
στο
Ε.Α.Μ.
α)Η
στήλη του Αριστίωνος είναι μια από τις τελευταίας επιτύμβιες στήλες της
αρχαϊκής
εποχής
(500π.Χ). Βρέθηκε το 1839 μαζί με τη βάση της στη Βελανιδέζα. Ήταν στημένη στο
τάφο
του Αριστίωνος. Το όνομα του γλύπτη- έργο Αριστοκλέους-είναι χαραγμένο κάτω από
τα
πόδια του Αριστίωνος. Η εικόνα είναι απλή: ο νεκρός απεικονίζεται σαν οπλίτης
γενειοφόρος,
με κατεύθυνση προς τα δεξιά. Φορά θώρακα, λεπτό χιτώνα, κράνος αττικό και κνημίδες. Λείπει η επάνω επίστεψη της
στήλης και του κράνους. Η απόδοση της ανατομίας του σώματος και των πτυχώσεων είναι έξοχη. Ελικωτοί βόστρυ
πέφτουν στο μέτωπο καιτον τράχηλο. Στο πρόσωπο σώζεται κεραμιδί χρώμα, ενώ ίχνη
κόκκινου χρώματος στο βάθος της
πλάκας.